-
1 παρατεινω
(fut. παρατενῶ, aor. παρέτεινα, pf. παρατέτᾰκα)1) растягивать, распростирать(ἱμάτιον Plut.; χεῖρας Diod.)
; med.-pass. тянуться, простираться τῇ τῆς Ἀραβίης οὖρος παρατέταται Her.; παρετέτατο ἥ τάφρος (μέχρι τοῦ Μηδίας τείχους Xen.)2) распространять, расширять, продолжать(τοὺς λόγους Arst.; τὸν λόγον μέχρι μεσονυκτίου NT.)
ἐπὴ πλεῖον π. τέν διάσκεψιν Luc. — продолжать рассмотрение3) мат. (о геом. фигуре) развертывать, строить на данной прямой линии Plat.4) ( об эхо) растягивать, удлинять(τὰ τελευταῖα τῆς φωνῆς Luc.)
5) протяжно произносить, растягивать(ὀνόματα Luc.)
6) затягивать, откладывать, задерживать7) валить с ног, терзать, мучить(παρατείνεσθαι λιμῷ Plat.)
παρατέταμαι μακρὰν ὁδὸν πορευθείς Xen. — я совершенно измучен долгим переходом;γελῶντε ὀλίγου παρετάθησαν Plat. — оба они чуть не умерли со смеху;πολιορκίᾳ παρατείνεσθαι εἰς τοὔσχατον Thuc. — выдерживать осаду до конца8) тянуться, простираться(πρὸς τέν ἑσπέρην Her.)
π. τὸν λιμένα Thuc. — тянуться вдоль порта, т.е. быть расположенным у входа в порт (см. тж. 1)
См. также в других словарях:
παρατείνω — ΝΜΑ εκτείνω, επεκτείνω πέρα από το ορισμένο όριο, αυξάνω, επιμηκύνω τη χρονική διάρκεια μιας πράξεως ή ενέργειας («παρατείνω την προθεσμία») νεοελλ. αρχ. 1. εξακολουθώ, διαρκώ, κρατώ πολλή ώρα (α. «παρατεταμένα χειροκροτήματα» β. «εἰ δὲ ὁ πλοῡς… … Dictionary of Greek
τόνος — I Είναι το γλωσσικό φαινόμενο της ανύψωσης της φωνής στο φωνήεν μιας ορισμένης συλλαβής μέσα σε κάθε λέξη. Η συλλαβή αυτή λέγεται τονιζόμενη, οι υπόλοιπες λέγονται άτονες. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να τονιστεί δυνατότερα μία από τις τρεις… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Καναδάς — I Επίσημη ονομασία: Καναδάς Έκταση: 9.970.610 τ. χλμ. Πληθυσμός: 30.007.094 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Οτάβα (827.898 κάτ. το 2001)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ και στα Δ με την πολιτεία Αλάσκα των ΗΠΑ. Βρέχεται στα Β από… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
ασύρματη επικοινωνία — Τα διάφορα συστήματα με τα οποία είναι δυνατή η χωρίς σύρματα επικοινωνία, καθώς και οι συσκευές που χρησιμοποιούνται. Α.ε. είναι ο ελληνικός όρος που αντιστοιχεί στον ξενικό Radio, ο οποίος χρησιμοποιείται στη σύντομη αυτή μορφή για να… … Dictionary of Greek
Γουατεμάλα — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουατεμάλας Έκταση: 108.890 τ.χλμ Πληθυσμός: 11.986.558 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Γουατεμάλα (1.090.310 κάτ. το 2002)Κράτος της Κεντρικής Αμερικής. Συνορεύει Β και ΒΔ με το Μεξικό, Α με την Μπελίζ και την Ονδούρα,… … Dictionary of Greek
Βεάκης, Αιμίλιος — (Πειραιάς 1884 – Αθήνα 1951). Ηθοποιός του θεάτρου, από τους σημαντικότερους του 20ού αι. Μικρός έμεινε ορφανός και μεγάλωσε στα χέρια στοργικών συγγενών του, ενώ νωρίς αισθάνθηκε κλίση προς το θέατρο και τη ζωγραφική. Το 1900, προτού καν… … Dictionary of Greek
τζαζ — (jazz). Είδος μουσικής που εμφανίστηκε στις ΗΠΑ κατά τα τέλη του 19ου αι.· λαϊκής καταγωγής αρχικά και για πολύ καιρό, διαδόθηκε κυρίως στις νότιες Πολιτείες και ιδιαίτερα στη Νέα Ορλεάνη, μεγάλο ποτάμιο λιμάνι στον Ατλαντικό, στις εκβολές του… … Dictionary of Greek
άνθιμος — I (Διονύσιος Ρούσσος, Σαλμώνη Ηλείας 1934 –). Μητροπολίτης Αλεξανδρουπόλεως. Σπούδασε στη φιλοσοφική και στη θεολογική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1964 και πρεσβύτερος το 1965. Υπηρέτησε ως φιλόλογος καθηγητής σε… … Dictionary of Greek
Κοτοπούλη, Μαρίκα — (Αθήνα 1887 – 1954). Ηθοποιός του θεάτρου. Ήταν κόρη του ηθοποιού και θιασάρχη Δημήτριου Κοτοπούλη και της ηθοποιού Ελένης Συλιβάκου Κοτοπούλη (1851 1926). Μεγάλωσε κυριολεκτικά μέσα στο θέατρο, ακολουθώντας τον περιοδεύοντα θίασο του πατέρα της… … Dictionary of Greek